Δεν ξέρω πως και γιατί (ή μάλλον ξέρω πολύ καλά), πάντως η όλη ατμόσφαιρα που ζούμε τους τελευταίους μήνες μου θυμίζει αφάνταστα αυτά που πρέπει να ζούσε ο τραγικός ποιητής στην επαρχιακή Πρέβεζα των αρχών του 20ου αιώνα.
Ήρθε καπάκι και η ανακοίνωση της αστυνομίας, που ως οδηγία προς ναυτιλλόμενους, συστήνει στις γυναίκες … να μη κυκλοφορούν μετά τη δύση του ηλίου, και ήρθε το γλυκό και έδεσε.
Πάμε δηλαδή για άλλες πολιτείες, πιο πένθιμες, κυριολεκτικά.
Σημ: Όπου Πρέβεζα, εσείς βάλετε Ελλάδα.
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια “ελλειπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“Υπάρχω;” λες, κ’ ύστερα “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.