
Κοίτα πως κατάντησα, καθισμένη σαν ινδιάνα εδώ στο πάτωμα
γεμάτη απραξία, αμφιβολία, αχρηστία
Σκιές παντού και καμιά δικιά σου
Πως περνάει ο καιρός και σιωπάμε;
Θέλω τόσο να μιλήσω
έχω να σε πω πολλά και δεν έρχονται οι λέξεις
τα γράμματα χάνονται μέσα σε πικρές μελωδίες
φωνές που ικετεύουν για επιείκεια Άνοιξε τα χείλη σου και δώσε μου μια ανάσα
να γίνουν όλα όπως ήταν
να δω ξανά την σκιά σου να πέφτει στα δάχτυλα μου πάνω να ξανασηκωθώ από την αγκαλιά του Μορφέα να λιώσουν οι σταλακτίτες στην σπηλιά του Πλάτωνα όπου υπνοβατεί η ψυχή μου
να δω και εγώ το φως του ήλιου επιτέλους