Πριν λίγο πέταξα από πάνω μου την κουβέρτα την φλις και σηκώθηκα από τον καναπέ. Είχε τελειώσει η ταινία που έβλεπα και δεν άντεχα άλλο να κάθομαι εκεί, με την βαριά σκέψη που θόλωνε το μυαλό μου. Ακόμα και η ίδια η κουβέρτα μου με έπνιγε, μου ήταν ανυπόφορη.
Κατέληξα στο συμπέρασμα πως δεν έχει σημασία τελικά αν μια ταινία είναι καλογυρισμένη, έχει καλούς ηθοποιούς, άψογη παραγωγή και σκηνοθέτη ιδιοφυΐα. Μια ταινία αξίζει μόνο αν οι εμπειρίες του θεατή το επιτρέψουν. Και εμένα, πριν λίγο, η ταινία που είχα δει με έκανε να δω ένα κομμάτι της ζωής μου που το είχα παρατήσει. Και δυστυχώς με πόνεσε λίγο που το συνειδητοποίησα. Ή για να είμαι πιο ειλικρινής, με πόνεσε πιο πολύ η ιδέα πως δεν είμαι όσο ανεξάρτητη και δυνατή όσο νόμιζα.
Έχω αμελήσει τον εαυτό μου, όπως όλοι έχουν αμελήσει λίγο πολύ τον εαυτό τους μέσα στον ανεμοστρόβιλο που ζούμε. Πάω κόντρα σε ένα κομμάτι του εαυτού μου που νομίζω με γεμίζει, αν και η πλάκα είναι πως δεν ξέρω καλά καλά αν είναι όλα μια οφθαλμαπάτη, μια απελπισμένη ιδέα μέσα σε μια απελπισία που μας καταδιώκει όλους, μας περιμένει στο κατώφλι της πόρτας μας κάθε πρωί σαν Κέρβερος, και μας ξεπροβοδίζει το βράδυ με ένα γλυκό γρύλισμα καθώς βγάζουμε τις κάλτσες μας πριν σκεπαστούμε πάλι με μια αβάσταχτα βαριά κουβέρτα, ένα πάπλωμα που αν το αφήσουμε να μας σκεπάσει για πολλές ώρες, γίνεται αποπνικτικό.
Πως τα αφήσαμε τα πράγματα έτσι; Πως γίνεται να έχουμε ναρκωθεί τόσο που βλέπουμε τον διπλανό μας να παλεύει μόνο του και μεις να σιωπάμε; Όλοι με την λέξη μοναξιά ξημεροβραδιάζουμε χωρίς να την προφέρουμε. Φοβόμαστε να την ψιθυρίσουμε. Μας λείπει η μιλιά και παραδόξως όλο μιλάμε.
Δεν ξέρουμε που πάμε αλλα ξέρουμε μόνοι πως θα είμαστε και μόνοι θα φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας μας.
Αναρωτιέμαι αν τότε, εκείνα τα άγρια χρόνια, όταν δεν είχαν τις ανέσεις που έχουμε μείς, τα τεχνολογικά μέσα να επικοινωνούν και να σκοτώνουν τον χρόνο τους, όταν κρύωναν και η μέρα περνούσε με μια μπουκιά και πικρό νερό, άραγε ζέσταιναν τα βράδια τους με λόγια ενθάρρυνσης, παρηγοριάς; Γιατί νομίζω πως όχι; Μήπως θέλω να πιστέψω πως δεν ήταν καλύτεροι άνθρωποι από μας τώρα; Μήπως θέλω να πιστέψω πως η δικιά τους ενότητα δεν ήταν αυτό που τους έβγαλε από την μιζέρια, την σκλαβιά;
Δεν ξέρω πια τι πρέπει να εύχομαι. Δεν ξέρω πια αν είναι σωστό να ανησυχώ πιο πολύ για τον εαυτό μου ή για τον τόπο μου, τους διπλανούς μου. Το μόνο που ξέρω είναι πως πρέπει να βρούμε τα βήματα μας και οι πατημασιές που αφήνουμε πίσω μας δεν πρέπει να δημιουργούνται από ένα ζευγάρι παπουτσιών και μόνο.
Έλα περπατά δίπλα μου, παλιά μου ανάμνηση. Έλα και εσύ, άγνωστε, μελλοντική γνωριμία μου, συνοδοιπόρε.Έλα μήπως και ξαναβρούμε τον εαυτό μας και ταυτόχρονα μια διέξοδο απ’αυτή τη λήθη, στον χαμένο παράδεισο που ξεπήδησε από τις στροφές ενός ποιήματος. Κάνε γρήγορα πριν σβήσει τα ίχνη μας το κύμα και ο αέρας.
Lit Maiden
This work by https://mysatelite.wordpress.com/ is licensed under a Creative Commons Attribution-NoDerivs 3.0 Unported License.