Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι. Στη μεγάλη λευκή σάλα το μεσημεριανό έχει σερβιριστεί και περισσότεροι από τριάντα άνθρωποι τριγύρω έχουν πάρει θέσεις στα τραπέζια. Μαζί τους σε μια γωνιά της αίθουσας τρώει το προσωπικό που αποτελείται από δυο τρεις έλληνες και πολλούς τούρκους. Δοκιμάστε, μου λένε και σερβίρουν στο πιάτο μου ένα γευστικό πιλάφι που συνοδεύεται από ένα νοστιμότατο γύρο από κοτόπουλο. Επικρατεί μια εντυπωσιακή ησυχία. Οι περισσότεροι είναι καλοντυμένοι, μερικοί δεν αυτοεξυπηρετούνται και το προσωπικό αναλαμβάνει να ταίσει όσους δεν τα καταφέρνουν. Δίπλα μου τρώει μια ηλικιωμένη κυρία με την κόρη της, που έχει σοβαρό πρόβλημα νοητικής στέρησης. Πιο πέρα μια παρέα από γυναίκες κάτι λένε και γελάνε δυνατά, ενώ οι άνδρες του απέναντι τραπεζιού, όσοι έχουν ακέραια την ακοή, προσπαθούν να ακούσουν. Κάποια στιγμή μια κυρία που μοιάζει να τάχει χαμένα σηκώνεται κατευθύνεται σε ένα άλλο τραπέζι και παίρνει την κρέμα που προορίζεται για επιδόρπιο μιας γιαγιάς. Δεν…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.020 επιπλέον λέξεις