γραφει ο αρισταρχος
…διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό …
Έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα και την άνοιξε. Όλη η οικογένεια μαζεμένη τον περίμενε για το μεσημεριανό φαγητό. Η όμορφη γυναίκα του και τα δυό του παιδιά. Η Ειρήνη δέκα πέντε χρονών κι ο Βασιλάκης στα δώδεκα, απόφοιτος του Δημοτικού. Τους χαιρέτησε όλους με την σειρά και αφού άλλαξε κάθισε στο στρωμένο τραπέζι.
-Να κάνουμε τον σταυρό μας πρώτα, είπε ζωηρά.
Τα παιδιά και η γυναίκα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν ξαναέγινε αυτό ποτέ. Προσευχή πριν το τραπέζι; Κάτι άλλαξε στον πατέρα και δεν πέρασε έτσι. Εν τάξει Χριστιανικό σπίτι είναι, αλλά αυτό με την προσευχή τους φάνηκε λίγο τραβηγμένο. Όχι ότι ήταν τίποτε κακό αλλά να, δεν είχε ξαναγίνει.
-Ξέρω τι σκέπτεστε. Όχι δεν τρελάθηκα, αλλά σήμερα έγινε κάτι στην δουλειά και με τρόμαξε πολύ.
Κρεμάστηκαν όλοι από πάνω του.
-Έδιωξαν από την δουλειά δύο άτομα με κλήρο. Ευτυχώς την γλύτωσα. Ο Δημήτρης και ο Στέλιος έχασαν την δουλειά τους, δυστυχώς. Και έχουν παιδιά υποχρεώσεις. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να ανεβάσουμε λίγο την πίστη μας. Χρειαζόμαστε τώρα την βοήθεια του Θεού περισσότερο από άλλη φορά. Άλλωστε όταν ήμουν μικρός ποτέ δεν πετούσα μπουκιά ψωμί στα σκουπίδια, στον δρόμο. Έκανα τον σταυρό μου και ζητούσε από την Παναγία συγχώρεση. Ύστερα φιλούσα το κομμάτι το ψωμί και το πέταγα στα κεραμίδια να το φάνε τα πουλιά. Φοβάμαι πως θα πρέπει να αρχίσουμε να σεβόμαστε κάποια πράγματα γιατί τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Συνέχεια