Γράφει η Σόφη
Καιρός βροχερός, γκρίζος αττικός ουρανός, τρίτος όροφος διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας… και σκέφτομαι να πάρω φόρα.. βλέπω όλα σε μία κατάρρευση… βλέπω τους γνωστούς και τους φίλους μου να είναι αγκαλιασμένοι με την απόγνωση.. βλέπω κάποιους να μην έχουν ούτε τσιγάρα ή ψωμί.. να περνούν από το φούρνο και να κοιτάζουν όπως κάποτε κοιτάγαμε τις βιτρίνες των αντιπροσωπειών αυτοκινήτων, αν έτυχε και περνάγαμε και βλέπαμε κάποιο BMV ή κάποια Mercedes Benz. Και από την εποχή των παχιών αγελάδων στην εποχή του συσσιτίου και της φρατζόλας.. και το μόνο που κάνουμε είναι να μεμψιμοιρούμε, να καταριόμαστε την τύχη μας και τα τριακόσια γαϊδούρια που κατοικοεδρεύουν στη Βουλή.. τριακόσιες μαριονέτες, καλοκουρδισμένες να πούνε το ποίημα για να μην καταλήξουν σε κάποιο κελί 9.. για το καλό μας.. το θέαμα του ελληνικού κοινοβουλίου (δεν αντέχω πάνω από τρία λεπτά) μου έρχεται αυθόρμητα στο στόμα: μην με σώζετε τόσοι πολλοί, τόσο πολύ.. δεν αντέχω άλλη αγάπη.. αφήστε με να χαθώ.. δεν θέλω τη σωτηρία σας.. τόση σωτηρία πια δεν την αντέχω.. όπως δεν αντέχω και τόση υποκρισία.. και σκέφτομαι να πάρω φόρα… Συνέχεια