γραφει ο αρισταρχος
“Βαρέθηκα να ανασταίνω και ν’ ανασταίνομαι.”
Την αγκάλιασα και τη φίλησα με πάθος. Την έσφιξα επάνω μου και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αναρωτιόμουν τι σόϊ συναίσθημα ήταν αυτό που μου φούσκωνε τα στήθια. Δεν ήταν το γνωστό ερωτικό πάθος που έβγαζα μόλις τα χείλια μου ενώνονταν με αυτά της Μυρτώς. Ήταν το γεμάτο… αγάπη! Ναι, αυτό πρέπει νάταν το συναίσθημα που ένιωθα. Ανάμικτο από αδελφικό, ερωτικό, μητρικό, πατρικό… ένα μίγμα από όλα, η αγάπη. Μ’ έπνιγε αφόρητα και μου ανέβαζε δάκρυα. Αυτός ο ζωντανός ο χωρισμός ήταν όπως μου καθότανε, ένας μισός θάνατος.
Φρρρρρ! Ο υπάλληλος των τραίνων στη αποβάθρα Νο 2. Διαπεραστική η σφυρίχτρα προειδοποιεί, σε ένα λεπτό κλείνουν οι πόρτες. Μια τελευταία σφιχτή αγκαλιά πάνω της. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Τα αναφιλητά της συνοδεύονται από πολλά δάκρυα και τα πόδια της ίσα που αγγίζουν το έδαφος. Μας χωρίζει ο αδελφός μου. Μόλις που προλαβαίνω στο τρίτο ηχητικό τουουουτ πριν σφραγίσει η πόρτα με το πέδιλο από το σκαλοπάτι το άνοιγμα εισόδου για το βαγόνι Νο 4 της αμαξοστοιχίας 1004 με προορισμό την… αποκλήρωση! Συνέχεια