«Ένα βράδυ η γιαγιά μου κάπνιζε το μαύρο της πούρο, ενώ εγώ μισοκοιμόμουν μακάρια στη ζεστή αγκαλιά της». (Ανθολόγιο Ε’-Στ’ Δημοτικού, σελ. 85).
Βεβαίως, όσοι τουλάχιστον είμαστε πάνω από τα σαράντα και «προλάβαμε» εκείνες τις ολοζωής μαυροντυμένες γριούλες, τις μανάδες ή τις κυρούλες των περισσοτέρων από μας, που ανάβανε-ακούραστες-τα καντήλια στα ταπεινά ξωκλήσια και στα ερημομονάστηρα της Ελλάδας, αυτήν την εικόνα φυλάξαμε στην μνήμη μας:
Να μας νανουρίζουν, καπνίζοντας μαύρα πούρα, από την Κούβα, γιατί δεν καταδέχονταν τα παρακατιανά…