Της θαλπωρής και του χιονιά


Του Θανάση Νικολαΐδη

ΧΙΟΝΙΑΣ, και βγήκε στο μπαλκόνι. Απ’ τη ζεστασιά του δωματίου στην παγωνιά, και το μυαλό στους άστεγους. Εκείνους που κοιμούνται σε εισόδους μαγαζιών πάνω σε χαρτόνια, σε παγκάκια πεζοδρόμια. Κι περάσει η νύχτα χωρίς να βγει η ψυχή του και χρειαστεί γιατρό ο «παρακατιανός», νοσοκομείο κι ένα ρόφημα ζεστό; Δεν τα’ χει, για να έχουν (έχουμε) οι άλλοι, διπλά, τριπλά και πολλαπλά. Με τη σκέψη κολλημένη στον άστεγο, τον δυστυχή και πικραμένο, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ο Άνθρωπος, δεν πάει κάτω η μπουκιά σαν κάτσει στο τραπέζι.

ΚΙ ύστερα; Πέταξε για το άλλο άκρο και άραξε στη θαλπωρή των σαλονιών εχόντων και κατεχόντων, Συνέχεια