ΧΙΟΝΙΑΣ, και βγήκε στο μπαλκόνι. Απ’ τη ζεστασιά του δωματίου στην παγωνιά, και το μυαλό στους άστεγους. Εκείνους που κοιμούνται σε εισόδους μαγαζιών πάνω σε χαρτόνια, σε παγκάκια πεζοδρόμια. Κι περάσει η νύχτα χωρίς να βγει η ψυχή του και χρειαστεί γιατρό ο «παρακατιανός», νοσοκομείο κι ένα ρόφημα ζεστό; Δεν τα’ χει, για να έχουν (έχουμε) οι άλλοι, διπλά, τριπλά και πολλαπλά. Με τη σκέψη κολλημένη στον άστεγο, τον δυστυχή και πικραμένο, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ο Άνθρωπος, δεν πάει κάτω η μπουκιά σαν κάτσει στο τραπέζι.
ΚΙ ύστερα; Πέταξε για το άλλο άκρο και άραξε στη θαλπωρή των σαλονιών εχόντων και κατεχόντων, Συνέχεια →