
Από τότε πολλά αλλάξαν: η γενομική δεν έφερε τα θαύματα που υποσχέθηκε ενώ νέες έρευνες γκρέμιζαν σταδιακά το άγαλμα του πρόωρα διακηρυγμένου γονιδιακού ντετερμινισμού.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ανακάλυψη του DNA, των δομικών στοιχείων του γενετικού υλικού δηλαδή όπου περιέχεται η γενετική πληροφορία και της δομής του το 1953 από τους Watson, Crick και Wilkins ήταν από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στην ιστορία της επιστήμης.
Δυστυχώς, η λειτουργία του DNA παρερμηνεύτηκε.
Και αυτό γιατί θεωρήθηκε ως μια παρτιτούρα, ένα πρωτόκολλο που ακολουθούνταν πιστά και κάθε σφάλμα του στην εκτέλεση του μπορούσε να οδηγήσει σε ασθένειες.
Έτσι λοιπόν, αλλάζοντας τις γενετικές νότες, τα γονίδια, θεωρούσαμε ότι μπορούσαμε να επιδιορθώσουμε σφάλματα στην εκτέλεση, ακόμη και να βελτιώσουμε την αρχική παρτιτούρα προς όφελος μας, όπως επιδιώξαμε να κάνουμε και με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, γνωστούς στο ευρύτερο κοινό με τον όρο «μεταλλαγμένα».
Δυστυχώς όμως (ή και ευτυχώς), τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μπορεί να υπάρχουν «γενετικές παρτιτούρες» αλλά αυτές παίζονται από πολλές ορχήστρες με πολλούς «μαέστρους» (κέντρα ελέγχου της έκφρασης των γονιδίων) και οι μαέστροι βλέπουν και τις αντιδράσεις του κοινού (περιβάλλοντος) και επηρεάζονται και από αυτές. Συνέχεια