Από τις 17 Μαΐου 2012 η κ. Μαρία Ρεπούση είναι μέλος της Βουλής των Ελλήνων.
Στις 19 Μαΐου 2012, ύστερα από κάλεσμα του Προέδρου του Ελληνικού Κοινοβουλίου για την τήρηση ενός λεπτού σιγής εις μνήμη της Γενοκτονίας των Ποντίων, η κ. Ρεπούση αποχώρησε από την Αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής. Η συμπεριφορά αυτή βέβαια της κ. Ρεπούση δεν είναι ούτε ανεξήγητη ούτε και θα έπρεπε να εκπλήσσει, μιας και αποτελεί κομμάτι του ανθελληνικού ρεσιτάλπου η ιστορικός μας προσφέρει από την εποχή του περίφημου βιβλίου ιστορίας της, της ΣΤ’ Δημοτικού, το οποίο χαρακτήριζε την κατάσταση στο λιμάνι της Σμύρνης, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922, ως συνωστισμό.
Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε ουσιαστικά τη γενοκτονία των Ποντίων, ανακηρύσσοντας ομόφωνα τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Η κ. Ρεπούση, ως μέλος της Βουλής των Ελλήνων πλέον, οφείλει όχι μόνο να σέβεται τις αποφάσεις και τα νομοθετήματα του σώματος στο οποίο ανήκει -κάτι το οποίο οφείλει και ο κάθε πολίτης άλλωστε- αλλά υποχρεούται επιπλέον να δρα για την τήρηση των αποφάσεων της Βουλής και ως παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας.
Όπως ήταν εύλογο, οι αντιδράσεις κυρίως στα social media ήταν άμεσες και καυστικές. Ο κάθε εχέφρων Έλληνας πολίτης μπορεί να αναγνωρίσει ότι οι κινήσεις της βουλευτού μας ανήκουν στη σφαίρα Συνέχεια →
Πριν λίγο πέταξα από πάνω μου την κουβέρτα την φλις και σηκώθηκα από τον καναπέ. Είχε τελειώσει η ταινία που έβλεπα και δεν άντεχα άλλο να κάθομαι εκεί, με την βαριά σκέψη που θόλωνε το μυαλό μου. Ακόμα και η ίδια η κουβέρτα μου με έπνιγε, μου ήταν ανυπόφορη.
Κατέληξα στο συμπέρασμα πως δεν έχει σημασία τελικά αν μια ταινία είναι καλογυρισμένη, έχει καλούς ηθοποιούς, άψογη παραγωγή και σκηνοθέτη ιδιοφυΐα. Μια ταινία αξίζει μόνο αν οι εμπειρίες του θεατή το επιτρέψουν. Και εμένα, πριν λίγο, η ταινία που είχα δει με έκανε να δω ένα κομμάτι της ζωής μου που το είχα παρατήσει. Και δυστυχώς με πόνεσε λίγο που το συνειδητοποίησα. Ή για να είμαι πιο ειλικρινής, με πόνεσε πιο πολύ η ιδέα πως δεν είμαι όσο ανεξάρτητη και δυνατή όσο νόμιζα.
Έχω αμελήσει τον εαυτό μου, όπως όλοι έχουν αμελήσει λίγο πολύ τον εαυτό τους μέσα στον ανεμοστρόβιλο που ζούμε. Πάω κόντρα σε ένα κομμάτι του εαυτού μου που νομίζω με γεμίζει, αν και η πλάκα είναι πως δεν ξέρω καλά καλά αν είναι όλα μια οφθαλμαπάτη, μια απελπισμένη ιδέα μέσα σε μια απελπισία που μας καταδιώκει όλους, μας περιμένει στο κατώφλι της πόρτας μας κάθε πρωί σαν Κέρβερος, και μας ξεπροβοδίζει το βράδυ με ένα γλυκό γρύλισμα καθώς βγάζουμε τις κάλτσες μας πριν σκεπαστούμε πάλι με μια αβάσταχτα βαριά κουβέρτα, ένα πάπλωμα που αν το αφήσουμε να μας σκεπάσει για πολλές ώρες, γίνεται αποπνικτικό.
Πως τα αφήσαμε τα πράγματα έτσι; Πως γίνεται να έχουμε ναρκωθεί τόσο που βλέπουμε τον διπλανό μας Συνέχεια →