Παύλο
Της πατόζας η …βίδα
γραφει ο αρισταρχος
Της πατόζας η …βίδα
Τώρα τι μούρθε και θυμήθηκα τον φίλο μου τον Παύλο. Ήταν μάρτυρας, μαρτυριάρης του Ιεχωβά. Παρ’ ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας ή κάτι τέτοιο αυτός μόνο κατ’ όνομα “γιαχο(υ)βάς”.Για να παίρνει κάποιο επίδομα. Ήταν πολύ ξύπνιος για να τον συνεπαίρνουν κάτι τέτοια.
Μηχανικός αυτοκινήτων και καλός. Περιζήτητος! Όταν είσαι αστέρι όλοι σε μαθαίνουν. Αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει την γλώσσα του. Τον εξέθετε πάντα ο αυθορμητισμός του. Τον πλησίασαν από ένα συνεταιρισμό να τους επισκευάσει μια τρισάθλια πατόζα. Πατόζα;
-Και τι εστί πατόζα ωρέ Αρίσταρχε;
-Sorry, ωρέ τζόβανα.
Πατόζα είναι ένα πράμα σαν βαγόνι που εξέχουν σφόνδυλοι και ιμάντες. Έχει τέσσερις ρόδες και κίνηση παίρνει από τον σφόνδυλο (με ιμάντα) ενός τρακτέρ σαν κι αυτό που ισοπεδώνει το τσίου, τσίου. Ρίχνουμε, δηλαδή έριχναν, από πάνω τα στάχυα που θέριζαν οι θεριστάδες με τα δρεπάνια( καμιά σχέση με τον εξ αποδώ με το ένα αλλά κοφτερό δρεπάνι) και όπως κουνιόντουσαν όλα τα κινητά μέρη χώριζαν το στάρι από τα τσόφλια και την ήρα. Δηλαδή μια κινητή αλωνιστική μηχανή. Και το σημείο της επιλογής για εργασία λεγόταν “γκλαμπάτσα”. Συνέχεια
Κάτω από την κληματαριά της πατρίδας
γραφει ο αρισταρχος
Μια φορά και κάποιον καιρό βρέθηκα σε μια πόλη, πύλη εισόδου σε μια χώρα απ’ αυτές που είχαν οι Ρωμαίοι για την είσπραξη των φόρων. Μεσοκαλόκαιρο με αφόρητη ζέστη.
Ένας καφενές και μια κληματαριά απ’ έξω να δροσίζει κάθε θερμόπληκτο που δεν πήγαινε στην θάλασσα. Είχε σύνορα και με την θάλασσα και με το βουνό. Και με τον Βούδα και με τον Αλλάχ, που λένε. Κάτω από την κληματαριά πέντε άνθρωποι πίνουν και συζητάν, κι εγώ …, τι θέλει η αλεπού στο παζάρι.
-Καλησπέρα αφεντάδες. Είπα και χαμογέλασα.
Άλλος είπε γειά σου, άλλος καλησπέρα , άλλος κάτι ακατάληπτο κι ο τελευταίος τίποτα. Οι τρεις με κοιτάζαν ίσια και οι υπόλοιποι με γερμένο το κεφάλι και τα μάτια ανασηκωμένα. Τουρκοκρατικό κατάλοιπο μιας καταραμένης εποχής.
-Να μπω στην παρέα σας να πιω κάτι γιατί στέγνωσα;
Και μπήκα. Καταδεκτικοί οι άνθρωποι και ξύπνιοι. Με το που κάθισα άρχισε το ξεψάχνισμα. Ούτε ο καφετζής έφευγε να μου φέρει την παραγγελιά. Αυτιά τεντωμένα να ακούσουν ποιος είμαι από πού έρχομαι, που πηγαίνω, τι δουλειά κάνω και πόσα παίρνω. Κι άλλα πολλά μέχρι να ανοιχτούν και ν’ αρχίσουν να μιλούν σαν να μην ήμουν εκεί, ή τουλάχιστον σαν νάμουν δικός τους. Συνέχεια