Ώστε ο Μπαλτάκος δεν ήταν παρά ένας τεχνοκράτης. Ένας τεχνοκράτης που αυτονομήθηκε. Που όλη κι όλη η δουλειά του ήταν να βάζει την υπογραφή του στα Φ.Ε.Κ. Αλλά, έτσι όπως περνούσαν τα ρημάδια το ένα μετά το άλλο από μπροστά του, κάποια στιγμή ζαλίστηκε ο άνθρωπος, τυφλώθηκε, γλυκάθηκε, ένιωσε εξουσία, και του έβγαλε αυτή τον κακό του εαυτό. Τι σου κάνει η εξουσία, ρε παιδί μου… Δεν θέλει πολύ. Την ψωνίζεις!
Αφού να φαντασθείτε ούτε ο ίδιος ο Μπαλτάκος δεν ήξερε ότι έκρυβε ένα τέτοιο κτήνος μέσα του. Τόσο καλά κρυβόταν αυτό! Κι όπως ακριβώς συμβαίνει με όσους μπαίνει ο διάβολος μέσα τους και μετά τον εξορκισμό δεν θυμούνται τίποτε, ούτε ο Μπαλτάκος θυμάται και πολλά πράγματα από την κατάληψη της ψυχής του από το διάβολο. Με πόσους είχε μιλήσει, ποιους, τι είχε πει, ομίχλη… Θυμάται πάντως ότι ο διάβολος τον είχε καταλάβει για το καλό της χώρας και οπωσδήποτε…