Ίξαλος
Ο ουρανος σκοτίνιασε. Οι πρώτες ψιχάλες έκαναν την εμφάνιση τους. Ο μεταλικός ήχος της βροχής στην ασπίδα του , αναμειγνύονταν με την οσμή του βρεγμένου δέρματος απο τις επικαρπίδες του…. Είχε ένα λεπτό να διαθέσει σε άλλες σκέψεις, γλυκόπικρες αναμνήσεις μιας ζωής πολλά, πάρα πολλά στάδια μακριά, σε ένα μέρος πολύ πιο ζεστό από εδώ που βρισκόταν, παρόλο που ο ιδρώτας τον φιλοπόλεμων οπλιτών δίπλα του – τα αδέρφια του, οι πολεμιστές του που θα πέθαιναν για αυτόν και αυτός για αυτούς – πρόδιδαν την θερμοκρασία της θερινής αυτής βραδιάς. Το κορμί δεν χρειαζόταν να κάτσει κοντά σε φωτιά στο στρατόπεδο τέτοια βραδιά, αν και το πνεύμα ποθούσε της φλόγας το άγγιγμα, κάτι, οτιδήποτε θα μπορούσε να διώξει το κενό συναίσθημα της επικείμενης μοίρας τους.
Προσήλωσε το βλέμμα του πάνω σε ένα μοναχικό δέντρο, μια αχνή σκιά μερικά βήματα μακριά, ένα ψηλό, ερημικό δέντρο που ανέπνεε ελαφρά το αεράκι που διαπερνούσε τα βεβαρημένα κλαδιά του, που τραγουδούσε απαλά κάθε νότα βροχής που έπεφτε πάνω στα λεπτά φύλλα του. Οι Αμαδρυάδες τον βασάνιζαν, παίζοντας με τον πόνο του.
Ταξίδεψε το μυαλό του πίσω σε μέρες εφηβικές, τη μέρα όταν αυτή πρωτοεμφανίστηκε στην ζωή του, όταν πάτησε το πόδι της μέσα στο αρχοντικό του πατέρα του, μια σκλάβα από το Έλος.
Θυμήθηκε την λιγερή φιγούρα της, το περήφανο σκούρο βλέμα της, το φλογερό πάθος για ζωή που ανέβλυζε σε κάθε της κίνηση. Ήξερε από εκείνη την στιγμή ότι θα γινόταν κάτι το ξεχωριστό για αυτόν.
Θυμήθηκε τη μέρα μερικούς μήνες αργότερα σε έναν από τους περιπάτους του στο δάσος, που την συνάντησε δίπλα στο ποτάμι να πλένει κάποια ρούχα.
Ο χρόνος είχε σταματήσει, τα βλέματά τους έλεγαν τόσα πολλά που δεν υπάρχει γλώσσα να τα περιγράψει. Μια περίεργη ησυχία, αγαλίαση, ευτυχία…. Τόσο κοντά και όμως τόσο απαγορευμένα μακρυά…
Θυμήθηκε εκείνο το ίδιο βραδυ πως κρυφά έψαξε να την βρει στα απομακρυσμένα καταλύματα του σπιτιού του. Την νύχτα που πλέον τίποτα δεν τον κρατούσε μακρυά της.
Θυμήθηκε τις μυστικές συναντήσεις τους μετά από κείνο το βράδυ και κάθε βράδυ όταν το υπόλοιπο σπιτικό κοιμόταν. Συναντιόντουσαν στους κήπους της οικογενειακής έπαυλης, κρυμμένοι οι δυο τους μέσα στις σκιές τον δέντρων, δέντρα παρόμοια με αυτό που ατένιζε αφηρημένα αυτή την στιγμή στην βροχή, υπό το φως ενός φεγγαριού που του αποκάλυπτε τα έξυπνα, πειθήνια, κεχριμπαρένια μάτια της, τα λεία καστανά μαλλιά της.
– Θα σε ελευθερώσω, της είχε πει, και θα είμαστε μαζί.
Είχε δει φόβο μέσα στα ματια της, τον φόβο που αναπτύσσεται μέσα από χρόνια υποδούλωσης, με τα λόγια της μητέρας της που της έλεγε να σκύβει το κεφάλι, να αποδεχτεί την μοίρα της.
– Να μπορούσα να έμπαινα μέσα στο μυαλό σου, να το καθάριζα από κάθε άσχημη σκέψη και κάθε φοβία. Να μπορούσα να σε κάνω να με δεις. Ίσως τότε να καταλάβαινες πολλά, όπως κατάλαβα και εγώ, της είπε ανάμεσα στις αμυγδαλιές.
Θυμήθηκε την μέρα που την συνάντησε για τελευταία φορά στον κήπο, γυναίκα πλέον, όταν του είπε ότι το όνειρο τελείωσε. Πως είναι πέρα από τις θνητές δυνάμεις της. Πως πρέπει να ακολουθήσει τις επιταγές της οικογένειας, να τους προστατέψει…
– Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Προτιμότερο να πεθάνω.
– Προσπάθησε να σκέφτεσαι θετικά, ήταν η τελευταία της κουβέντα που του είχε μείνει στο μυαλό.
Να σκέφτομαι θετικά, όμως δεν μου είπες πως και γιατί. Να σκέφτομαι θετικά για μας τους δυό; Να σκέφτομαι θετικά μόνος μού; Να σκέφτομαι θετικά μόνο για εσένα;
Η μόνη θετική σκέψη που μπορούσε να κάνει εκείνη την στιγμή καθώς καθόταν στην βροχή σφίγγοντας την ασπίδα του ήταν να είναι αυτή καλά, έστω και χώρια του να είναι καλά, αν και τον πονούσε τόσο που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Θυμήθηκε την τελευταία φορά που την είδε ποτέ του, τη μέρα που οι βασιλιάδες ανήγγειλαν πως θα πήγαιναν σε πόλεμο με τις μελαχρινές ορδές της ανατολής.
Θυμήθηκε πως την είχε ακολουθήσει καθώς πήγαινε στην θορυβώδης αγορά, πως την οδήγησε βιαστικά μέσα σε μια αποθήκη ενός έμπορα με δέρματα ζώων και κει ανάμεσα στην βαριά μυρωδιά τους την τράβηξε κοντά του και ψιθύρισε στο αυτί της.
– Μου’λειψες… Σιγή….
Τα θυμόταν όλα τώρα καθώς στεκόταν εκεί στην βροχή…