Με λένε Ελένη!


mamaγραφει ο αρισταρχος

“Με βάφτισαν Ελένη και με φωνάζουν Λένα για το χατίρι του πατέρα μου που ποτέ δεν γνώρισα”

Με λένε Ελένη! Μισώ το Ελεάνα και σιχαίνομαι το Έλενα. Ανέχομαι το Λένα γιατί έτσι με πρωτοφώναξε ο γιγάντιος Νίκος, ο πατέρας μου, σαν γεννήθηκα. Με σήκωσε ψηλά και έτσι φώναξε, έτσι τούρθε “Καλώς ήρθες Λενάκι μου!”. Κι εγώ, έτσι ψυχανεμίζομαι, πέταξα σαν πέρδικα στον ουρανό γιατί έτσι είναι η ευτυχία, σε κάνει ανάλαφρο σαν πούπουλο που το σέρνει ο αέρας. Θάχει τον λόγο του ο Θεός που τις αναμνήσεις τις έβαλε από τα πέντε χρόνια και μετά, αλλά εγώ στα τρία μου χρόνια το μόνο που θυμάμαι είναι κάτι ψηλούς με μαύρα κουστούμια και μια τεράστια Αμερικάνικη κατάμαυρη κουρσάρα σαν την άλλη πλευρά της ψυχής μου.
Τότε που, ο Νίκος της ζωής μου, πετούσε σαν αετός πάνω από τα έλατα του Καϊμακτσαλάν για να ρθει στο μικρό μου παραθυράκι και αφού μου χαϊδέψει τα μαλλιά, όσο μπορεί ένας αετός να κάνει, να με φωνάξει “γειά σου περδικούλα μου, γειά σου Λενάκι, πάντα θα σ’ αγαπώ!” Κι ύστερα χάθηκε στην αιωνιότητα, κοντά στους αγγέλους. Και ήμουνα, να μά το Θεό, μόλις τριών ετών κοριτσάκι με χρυσές μπούκλες και καταγάλανα μάτια εντελώς μόνη. Αφού τρελάθηκε κι ο παπα-Κωνσταντής ο ψηλέας, στην ομώνυμη εκκλησιά Κωνσταντίνου και Ελένης  του μικρού χωριού μας όταν με βούταγε στο νερό της κολυμβήθρας. “Μωρέ Νίκο τι κορίτσαρος είναι αυτός, σχώραμε Παναγιά μου! Βαφτίζεται η δούλη του Θεού…” και πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη τόπε ο Νίκος δυνατά “Ελένη!!!! Δηλαδή η… Λένα μου!” Έπεσαν τα κέρματα βροχή στους μπόμπιρες που ξεφώνιζαν “Ελένη, Ελένη!”μαζί με τα χαχανητά του κόσμου και γιόμισε η εκκλησιά μύρο κι αγιοσύνη. Έτσι τόχουν τα βαφτίσια, έτσι τόχουμε μεις. Μυστήριο είναι αυτό. Συνέχεια